σάγος

σάγος
ὁ, ΜΑ
μσν.
υφασμάτινο κάλυμμα υποζυγίου, μάλλινο χοντρό ύφασμα που τοποθετείται κάτω από το σαμάρι ή τη σέλα υποζυγίου, κασάς
αρχ.
1. χρωματιστός μάλλινος μανδύας τών Γαλατών
2. μανδύας τών Ισπανών
3. στρατιωτικός μανδύας
4. πιθ. μάλλινο κλινοσκέπασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. sagum «είδος μανδύα», λ. πιθ. κελτικής προέλευσης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σάγος — coarse cloak masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάγοι — σάγος coarse cloak masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάγοις — σάγος coarse cloak masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάγον — σάγος coarse cloak masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάγου — σάγος coarse cloak masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάγους — σάγος coarse cloak masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάγων — σάγος coarse cloak masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάγῳ — σάγος coarse cloak masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαγίον — τὸ, ΜΑ [σάγος] μσν. (στο Βυζάντιο) επενδύτης ή κάλυμμα αρχ. υποκορ. τού σάγος …   Dictionary of Greek

  • саг — грубая одежда , часто в азбуковн., русск. цслав. сагъ, сербск. цслав. сагъ (Син. патер. ХI в.; см. Срезн. III, 239). Через ср. греч. σάγος от лат. sagum солдатский плащ , которое происходит из галльск.; см. Вальде–Гофм. 2, 464; Г. Майер, Ngr.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”